υδροκεφαλία

υδροκεφαλία
(Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και επίκτητη. Η συγγενής υ. αναπτύσσεται κάτω από την επίδραση λοιμωδών παθήσεων, οι οποίες επενεργούν πάνω στο έμβρυο, καθώς και τραυματισμών ή δηλητηριάσεων της μητέρας στην περίοδο της εγκυμοσύνης της. Στις περιπτώσεις αυτές, η υ. εκδηλώνεται αμέσως μετά τη γέννηση. Στη συγγενή υ., ο όγκος του κεφαλιού μεγαλώνει γρήγορα και προεξέχουν τα μετωπιαία και τα βρεγματικά οστά. Οι ραφές των οστών του κρανίου απομακρύνονται, τα δε οστά γίνονται πιο λεπτά. Συχνά παρατηρούνται ανωμαλίες της όρασης, της ακοής, είναι μάλιστα δυνατό να παρατηρηθούν και τοπικές παραλύσεις των άκρων, αργότερα δε και αστάθεια στο βάδισμα. Παρουσιάζονται επίσης διαταραχές του μεταβολισμού του νερού, των υδατανθράκων και των λιπών, οι οποίες, μερικές φορές, οδηγούν σε γενική παχυσαρκία. Η κατάσταση αυτή συνδυάζεται με αυξημένη όρεξη και δίψα. Είναι δυνατόν όμως να παρουσιαστούν και αντίθετες καταστάσεις, με τη μορφή της έντονης εξάντλησης. Στη συγγενή υ. τα παιδιά γίνονται νωθρά, υπναλέα και καθυστερεί η ψυχική τους ανάπτυξη. Η επίκτητη υ. αναπτύσσεται λίγο καιρό μετά τη γέννηση, εξαιτίας της επίδρασης κάποιου λοιμώδους νοσήματος του εγκεφάλου ή των μηνίγγων ή εξαιτίας τραυματισμού του κεφαλιού. Η συνηθέστερη αιτία είναι τα τραύματα των νεογέννητων στη διάρκεια του τοκετού. Στην επίκτητη υ., η πνευματική ανάπτυξη είναι δυνατό να παραμείνει κανονική. Στους ασθενείς είναι συνήθως καλά ανεπτυγμένη η μηχανική μνήμη. Όσο αργότερα αναπτυχθεί η επίκτητη υ., τόσο λιγότερο μεταβάλλεται ο όγκος του κεφαλιού και τόσο πιο έντονα εκδηλώνονται τα συμπτώματα της αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης, όπως πονοκέφαλοι, εμετοί και ατροφία των οπτικών νεύρων. Για την ελάττωση της ποσότητας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ενεργούνται ενδοφλέβιες ενέσεις υπερτονικών διαλυμάτων γλυκόζης, χλωριούχου νάτριου και θετικής μαγνησίας. Σε μερικές περιπτώσεις εφαρμόζεται με επιτυχία και η ακτινοθεραπεία. Σε περίπτωση προχωρημένης υ., με προοδευτική επιδείνωση της όρασης, δεν αποκλείεται η χειρουργική επέμβαση.
* * *
η, Ν
1. ιατρ. διάταση τών κοιλοτήτων τών κοιλιών τού εγκεφάλου λόγω διαταραχής τής απορρόφησης ή τής κυκλοφορίας τού εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή λόγω ατροφίας τού εγκεφάλου
2. μτφ. υπέρμετρη ανάπτυξη τού κέντρου ενός τομέα δραστηριότητας σε σύγκριση με τα άλλα μέρη που τόν συγκροτούν, υπερβολικός συγκεντρωτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrocephalie (< υδρ[ο]-* + κεφαλή + -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδροκεφαλία — η υδρωπικία του εγκεφάλου εξαιτίας αύξησης του όγκου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, που έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση του κρανίου και την παρεμπόδιση της διανοητικής ανάπτυξης, υδρεγκεφαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροκεφαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκεφαλία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 3. μτφ. υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροκεφαλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Γρ. Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • υγροκέφαλος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον (ενν. πάθος) η υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο κέφαλος, ξηρο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επενδυματίτιδα — η φλεγμονή τού επενδύματος τού εγκεφάλου (σε συγγενή υδροκεφαλία ή προϊούσα παράλυση) …   Dictionary of Greek

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδρεγκεφαλία — η, Ν ιατρ. υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrencephaly (< υδρ[ο] * + εγκέφαλος + ία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”